- στιλβάς
- στιλβ-άς (sc. γῆ), άδος, ἡ,A shining earth, perh. antimony or mica, Zos.Alch.p.226 B., PHolm.1.41, 2.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιλβάς — άδος, ἡ, Α (ενν. γῆ) στίλβουσα γαία, στιλπνό, λαμπερό χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω + επίθημα άς, άδος (πρβλ. στιβ άς)] … Dictionary of Greek
στιλβάδα — στιλβάς shining fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβάδι — στιλβάς shining fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)